- ἐλαφρόνοος
- ἐλαφρό-νοος, ον,A lightminded, Phoc.9, Nonn.D.10.247.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαφρονόοιο — ἐλαφρόνοος lightminded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρόνοοι — ἐλαφρόνοος lightminded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφρόνους — ουν (Α ἐλαφρόνους, ουν και ἐλαφρόνοος, οον) ἐλαφρόμυαλος, ανόητος … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek